σμαράγδιον

σμαράγδιον
τὸ, Α
βλ. σμαράγδι.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • σμαράγδιον — neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίων — σμαράγδιον neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαραγδίῳ — σμαράγδιον neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • σμαράγδι — Πολύτιμος λίθος, ποικιλία της βηρύλλου (SiO4 · SiO2)3 Al2Be3. Έχει πράσινη ιδιάζουσα απόχρωση, επειδή υπάρχουν ίχνη oξείδιων του χρώμιου και του σίδηρου. Κρυσταλλώνεται στην ολοεδρία του εξαγωνικού συστήματος, σε μεγάλα εξαπλευρικά έως… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”